Dictionary of Greek. 2013.
ὀζόμενος — ὄζω smell pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οζομενία — ὀζομενία, ἡ (Μ) [οζόμενος] 1. δυσώδης αποφορά, δυσωδία, δυσοσμία 2. πνιγηρή αναθυμίαση … Dictionary of Greek